- ὑδρόπορος
- ὑδρό-πορος, ον,A = ὑγρόπορος, through which water passes,
χαράδραι Nonn.D.2.438
; ἠήρ Orac. ap. Eus.PE4.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαράδραι Nonn.D.2.438
; ἠήρ Orac. ap. Eus.PE4.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υδροπόρος — (hydroporus). Γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας των Δυτισκιδών. Περιλαμβάνει πολυάριθμα είδη, από τα οποία πάνω από εκατό απαντούν στην Ευρώπη, κυρίως στις εύκρατες ζώνες. Πρόκειται για σκαθάρια μικρά, με ωοειδές ή επίμηκες σώμα και πίσω… … Dictionary of Greek
ὑδροπόρους — ὑδρόπορος through which water passes masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek